χολοστεαρικός

χολοστεαρικός
η , ό[ν] холестериновый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χολοστεαρικός" в других словарях:

  • χολοστεαρικός — και χολοστεατικός, ή, ό, Ν [χολόστεαρ] (παλ. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολοστεαρίνη, δηλαδή στη χοληστερίνη …   Dictionary of Greek

  • χολοστεατικός — ή, ό, Ν (παλ. τ.) βλ. χολοστεαρικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»